Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Δον Κιχώτη εσύ σούπερ ατομικιστή


Εχοντας διαβάσει πολλά ιπποτικά μυθιστορήματα,ο ισπανός αγρότης Αλόνσο Κιχάνο ψωνίζεται,θέλοντας κι αυτός να γίνει ιππότης κι αλλάζοντας το όνομα του σε Δον Κιχώτης.Ξεκινά τα ταξίδια του μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του Ροσινάντε όμως σύντομα τραυματίζεται κι επιστρέφει πάλι σπίτι του για να δεχτεί τις φροντίδες της ανιψιάς του και της οικονόμου του.
Λίγο καιρό αργότερα πείθει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα να τον ακολουθήσει σε νέες εξορμήσεις,υποσχόμενος σε αντάλλαγμα να του δώσει ένα νησί για να κυβερνήσει.
Ο ονειροπόλος και ερωτευμένος με την Δουλτσινέα[την οποία δεν έχει δει ποτέ του κι ούτε αυτή τον έχει δει αφού μένει σε διπλανό από το δικό του χωριό,αλλά ''γνωρίζει'' για την ομορφιά της μέσω φημών-κι ο Κιχώτης είναι δούλος των φημών και της θετικής κι ωφέλιμης αύρας που αυτές οι φήμες φέρουν για τα υποκείμενα τους]Δον Κιχώτης,ζει διασκεδαστικές περιπέτειες μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας,έχοντας κυριευτεί από τα αισθήματα δικαιοσύνης και ρομαντισμού που κυριαρχούσαν στις εποχές που υπήρχαν αντίστοιχα και περιπλανώμενοι ιππότες.
Η πραγματικότητα,ωστόσο,θα τον αναγκάσει ν'απαρνηθεί τις χίμαιρες του...


Η ΤΡΕΛΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
Το μυθιστόρημα του Μιγκέλ Θερβάντες είναι ένα από τα κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας,με κάποιες πολλές απ'τις κριτικές του έργου να στέκονται στα ανάμεικτα συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη ο χαρακτήρας του ονειροπαρμένου Δον Κιχώτη:Ενώ από τη μια προκαλεί γέλιο με τις τραγελαφικές καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται,απ'την άλλη η τρέλα του δεν είναι απορριπτέα,καθότι αναγνωρίζουμε σε αυτήν τον τρελό του χωριού που τολμά να πει και να κάνει όσα οι άλλοι δεν τολμούν.Γελάμε μαζί του και ταυτόχρονα,όμως,ζηλεύουμε την κουζουλάδα του.Ολοι λίγο πολύ θα θέλαμε να κυνηγήσουμε τα όνειρα μας και να προσπαθήσουμε να τα εκπληρώσουμε,όσα τρελά κι αν μοιάζουν στους απ'έξω από εμάς,με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο επιδιώκεται πρωτίστως για την προσωπικής μας ανέλιξη και ικανοποίηση-κάτι το οποίο αδυνατεί ν'αντιληφτεί ο Δον Κιχώτης,παρά μόνο λίγο πριν από το θάνατο του.
Σε ένα κλασικό μυθιστόρημα όπου ο ήρωας του κυνηγά τον τίτλο της ιπποσύνης πολεμώντας την αδικία και βοηθώντας τους κατατρεγμένους κ.λ.π,φανερώνεται πως ακόμη και τέτοιες ''ευγενείς'' επιδιώξεις κομίζουν πρωτίστως μια ηθική ικανοποίηση στον δότη τους,κι ένα δούναι και λαβείν ανταλλαγμάτων μεταξύ αυτού και του αποδέκτη που καθιστά την λέξη ''ανιδιοτέλεια'' μια επιφανειακή ηθικολογία κάλπικου επικαθορισμού.
Ο τρελός του χωριού δεν είναι αυτός που ζει όπως θέλει κι όλοι τον ζηλεύουν γιατί πολύ θα ήθελαν όλοι αυτοί οι άλλοι να βρίσκονται στη θέση του,χωρίς όμως να τολμούν να το πράξουν,ούτε κι αυτός που τολμά να πει όσα όλοι οι άλλοι δεν τολμούν να πουν από φόβο.Μόνο όταν στο τέλος του μυθιστορήματος και βρισκόμενος αντιμέτωπος με τον επικείμενο φυσικό του θάνατο,ίσως μπορεί να διεκδικήσει τέτοιες δάφνες,διότι έχει τα κότσια να παραδεχτεί,έστω και έμμεσα,τις χίμαιρες που τον κατατρύχαν περί ανιδιοτελούς ιπποσύνης-υπό αυτήν την έννοια,τολμά να παραδεχτεί ενώπιον του εαυτού του και παρουσία μαρτύρων,αυτά που δύσκολα παραδεχόμαστε όλοι οι υπόλοιποι για τον εαυτό μας και τις δικές του μικρές ή μεγάλες χίμαιρες τις οποίες κυνηγά,ακόμη κι όταν στην πράξη έχουμε φάει,όπως ο Δον Κιχώτης,τα μούτρα μας κυνηγώντας ανεμόμυλους.

...Τους είδα πίσω να'ρθουνε-παράφρονες,ωραίοι,
ρηγάδες που πολέμησαν γι'ανύπαρχτο βασίλειο
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά,πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Κ.Καρυωτάκης/Δον Κιχώτες


ΓΙΑ ΤΑ ''ΛΕΦΤΑ'' ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ,ΓΙΑ ΤΑ ''ΛΕΦΤΑ'' ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ
Βούλιαζε μέσα στα βιβλία του ο ήρωας μας με τον νου του να γεμίζει απ'αυτά που διάβαζε για μονομαχίες,μάγια,πληγές ιπποτισμούς κ.ο.κ.
Ετσι,λοιπόν,μας προειδοποιεί από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο ο Θερβάντες ότι:
Εχασε ολότελα το νου του και τον κυρίεψε η πιο μεγάλη παλαβωμάρα που έπιασε ποτέ τρελό μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο.Του φάνηκε σωστό και απαραίτητο,για να λάμψει η δική του δόξα και για να βρει καλό η χώρα του,να γίνει περιπλανώμενος ιππότης.Να ταξιδέψει στον κόσμο,με άλογο και  με πανοπλία,γυρεύοντας περιπέτειες,να εκθέσει τον εαυτό του στις κακουχίες και στους κινδύνους και,νικώντας όλα τα κακά,να κερδίσει αιώνια φήμη και δόξα.
Είχε φανταστεί κιόλας τον εαυτό του,ο δύστυχος,στεφανωμένο με την παλικαριά του,τουλάχιστον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας.Κι έτσι τον συνεπήρε η παράξενη ικανοποίηση που του έδιναν εκείνες οι ευχάριστες σκέψεις,και βιάστηκε να κάνει τις επιθυμίες του πράξη.

Ο ήρωας μας ξεκινά και κάνει την πρώτη του έξοδο από το χωριό του,ανυπόμονος να ''ανακουφίσει'' βάσανα και σε ''αδικημένους'' να δώσει ''δίκιο'',με το αζημίωτο για την δική του υστεροφημία βεβαίως βεβαίως:Ευτυχισμένη η εποχή,ευτυχισμένοι οι καιροί όπου τα φημισμένα μου κατορθώματα θα'ρθουν στο φως.Κατορθώματα άξια να χαραχτούν στον μπρούντζο,να χαραχτούν στο μάρμαρο,να ζωγραφιστούν στο ξύλο για να τα θυμάται παντοτινά ο κόσμος.
Πρώτη στάση στη περιπέτεια του ένα χάνι.Ο ήρωας μας επίσημα δεν έχει ακόμη χρηστεί πουθενά κι από κανέναν ιππότης και στεναχωριέται γιατί έτσι θεωρεί ότι δεν μπορεί δικαιωματικά να μπλεχτεί σε καμιά περιπέτεια χωρίς να μπει τυπικώς κι επισήμως στην τάξη της ιπποσύνης:
Ετσι τυραννισμένος απ'αυτή τη σκέψη,μόλις απόφαγε,φώναξε το χανιτζή.Τον πήγε στο στάβλο,έκλεισε πίσω τους τη πόρτα και ,γονατίζοντας μπροστά του,είπε:Ποτέ δεν θα σηκωθώ από εδώ που βρίσκομαι αν δεν ευδοκήσει η ευγένεια σου να μου απονείμει τη χάρη που θα της ζητήσω,δώρο που θ'αφιερωθεί στη δόξα σου και στην υπηρεσία του ανθρώπινου γένους.
Ζητά από τον χανιτζή να τον χρίσει,σύμφωνα με τα καθιερωμένα,ιππότη.Ζητά την αποδοχή την κοινωνική για να επιτελέσει το χρέος που αντιστοιχεί στην επίσημη ιπποσύνη,διότι,μέσω αυτής και μόνο αυτής,θ'απολαύσει τα αντίδωρα της δόξας και των τιμών-Πιστεύει ότι για τις υπηρεσίες του θα ευλογηθεί από το ανθρώπινο γένος,χωρίς ν'αναγνωρίζει κανένα ατομικό κίνητρο σε αυτή του την ιπποτική επιδίωξη,αλλά και χωρίς όμως ταυτόχρονα να ξεχνά να κινητροδοτήσει ατομικιστικά με ''άυλα'' μέσα τον χανιτζή για να του δώσει το χρίσμα,υποσχόμενος του ένα μέρος απ'την δόξα.Ο χανιτζής,όμως,φυσιολογικά είναι πιο ''υλιστής'' κι αφού πρώτα στην αρχή αιφνιδιάζεται,μετέπειτα μπαίνει στο νόημα και ζητά τα πιο χειροπιαστά χρήματα εν είδει παραβόλου από τον Δον Κιχώτη για να του ικανοποιήσει την επιθυμία.Τον ''χρήζει'' όπως όπως ''ιππότη'',ο Κιχώτης παίρνει τη βούλα για να κάνει αυτό που λαχταρά και οι δύο κάνουν τη δουλειά τους μέσα σ'ένα συμφεροντολογικό δούναι και λαβείν κι η ιστορία των Δονκιχωτικών περιπετειών αρχίζει.

ΕΤΕΡΟΓΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΩΝ ΣΚΟΠΩΝ
Ο Δον Κιχώτης με το χρίσμα της ιπποσύνης φεύγει από το χάνι ενθουσιασμένος και καβάλα στον άλογο του.Δεν είχε ακόμα προχωρήσει πολύ,όταν έφτασαν στα αυτιά του αχνές κραυγές παραπονιάρικες:
Μόλις τις ακουσε,ξεφώνισε:Δόξα να'χει ο Ουρανός για την καλοσύνη που μου δείχνει,αφού τόσο γρήγορα μου δίνει την ευκαιρία να κάνω το χρέος μου όπως ταιριάζει στη θέση μου.Χωρίς αμφιβολία,τούτες οι κραυγές βγαίνουν από κάποιον ή κάποια που βρίσκεται σε ώρα ανάγκης και χρειάζεται τη βοήθεια μου και την προστασία μου.
Ποιες αμφιβολίες και κουραφέξαλα,όταν κάτι τόσο πολύ βολεύει τον εαυτό μας;Η πράξη καθ'αυτή παίρνει τον χαρακτήρα λύτρωσης,ανεξαρτήτως προτίμησης,δηλαδή διαλογής του εάν πράγματι κάτι ή κάποιος χρειάζεται βοήθεια ώστε να εμπραγματωθούν οι ''καλές'' προθέσεις του εγωφεουδαρχικού σκοπού μας.
Τι βρήκε,λοιπόν,πίσω απ'τις φωνές ο Δον Κιχώτης;Ενα παιδί δεμένο σε μια βελανιδιά να μαστιγώνεται από έναν γεροδεμένο χωριάτη,διότι το παιδί που ήταν επιφορτισμένο με το να βόσκει τα πρόβατα του χωριάτη,έχανε κάθε μέρα απ'την απροσεξία κι από ένα πρόβατο στον δρόμο για την βοσκή.Το παιδί διαμαρτύρεται στον Δον Κιχώτη,που έχει ήδη χιμήξει στον χωριάτη για να τον αποπάρει,ότι με αυτή τη δικαιολογία ο χωριάτης το έχει αφήσει απλήρωτο.Ο Κιχώτης αφού έχει καταφέρει να ψαρώσει τον χωριάτη με την αρματωσιά που φορούσε και το κοντάρι του,ζητά απ'τον χωριάτη να πληρώσει τα χρωστούμενα.
Ο χωριάτης δεν έχει πάνω του λεφτά και ζητά ν'αποσυρθεί μαζί με το παιδί στο σπίτι του όπου έχει τα λεφτά.Στον γενναίο Δον Κιχώτη ντε λα Μάντσα,τον καταλυτή του ''κακού και της αδικίας'',αρκεί να ορκιστεί εμπρός του με όρους ιπποσύνης ο χωριάτης ώστε να εγγυηθεί την πληρωμή του παιδιού,ειδάλλως θα ξαναεπιστρέψει και θα τον τιμωρήσει για το κακό που επιτέλεσε[γιατί ο ''καταλυτής'' χρειάζεται έναν ''κακό'' κι έναν ''καλό'' για να ταιριάξουν οι εκλυτικοί ρόλοι στο έργο που επιθυμεί να σκηνοθετήσει].Ο Κιχώτης σπιρουνιάζει το άλογο του βέβαιος ότι πήρε το καμτσίκι απ'το χέρι του ανελέητου δήμιου και αποχωρεί,με τον χωριάτη...να ξαναρχίζει το μαστίγωμα.
Εκεί όπου το καμτσίκι του χωριάτη έπαιζε τον ρόλο της συμμόρφωσης,όπως η βέργα του καθηγητή στη παλάμη του αδιάβαστου μαθητή,με την παρέμβαση του Δον Κιχώτη ο χωριάτης εξοργίστηκε έτι περαιτέρω και άφησε μισοπεθαμένο το παιδί.
Ενας ιππότης που χρέος του έχει να εξαπλώσει τη φήμη του εαυτού του,δεν μπορεί να μην προσδοκά αντιστοίχως το ίδιο εύρος φήμης και για την αγαπημένη του.Ο Δον Κιχώτης συναντά παρακάτω στον δρόμο του μια μεγάλη συντροφιά εμπόρων και με υψωμένη τη φωνή τους ζητά να παραδεχτούν πως δεν υπάρχει στον κόσμο όλο κόρη πιο όμορφη απ'την αυτοκρατόρισσα της Μόντσας,την ασύγκριτη Δουλτσινέα του Τομπόζο.Ενας απ'τους εμπόρους που έχουν ήδη καταλάβει ότι έχουν να κάνουν με παλαβό,του ζητεί να τους δείξει τουλάχιστον μια φωτό της.
Αν σας την έδειχνα,τι αξία θα είχε να παραδεχτείτε μια ολοφάνερη αλήθεια;-η απόκριση του Δον Κιχώτη.Πίστευε και μη ερεύνα,φτάνει να το πιστεύει η ιπποσύνη του Δον Κιχώτη.Κουβέντα στην κουβέντα ο Δον Κιχώτης αρπάζεται εναντίον τους και ορμά καταπάνω τους αλλά το άλογο του ο Ροσινάντε σκοντάφτει και πετάει κατάχαμα τον αναβάτη του[κι αργότερα ο Κιχώτης δεν θα ξεχάσει να ρίξει την ευθύνη για την τρέλα του στο ανεκπαίδευτο άλογο του-κι όχι στον εαυτό του].
Ενας απ'τους εμπόρους εφορμά τότε καταπάνω του και τον κάνει τόπι στο ξύλο.Λίγο μετά ένας συγχωριανός του βρίσκει τον Κιχώτη δαρμένο και τον μεταφέρει πίσω στο χωριό του.

ΠΑΝΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ
Ο Κιχώτης αναρρώνει στο κρεβάτι του κι η οικονόμος του σπιτιού του,αντιλαμβανόμενη την ''σχιζοφρενική'' του κατάσταση,το πρώτο που σκέφτεται να κάνει είναι να καταστρέψει τη βιβλιοθήκη με τα ιπποτικά βιβλία απ'τα οποία εμπνεύστηκε την παλαβομάρα του ο Κιχώτης.
Παρέα με τον παπά και τον κουρέα του χωριού λένε ύστερα στον Κιχώτη πως τα βιβλία της βιβλιοθήκης τα σήκωσε ένας μάγος!
Ο Κιχώτης όχι μόνο το χάφτει αλλά δίνει και όνομα στον νέο του εχθρό μάγο που δήθεν προστατεύει ένα ιππότη που η μοίρα έχει γράψει να νικηθεί απ'τον Κιχώτη,ο οποίος δεν έχει κανένα σκοπό να παρατήσει τις εξορμήσεις του για να παραμείνει στο χωριό του.Αυτή τη φορά όμως θα χρειαστεί κι έναν ιπποκόμο και τον βρίσκει στο πρόσωπο του Σάντσο.Κι ο Σάντσο χρειάζεται και αυτός κάποιο αντάλλαγμα και κίνητρο για να πειστεί ν'ακολουθήσει τον Κιχώτη-κι ο ήρωας μας,όπως και στην περίπτωση του χανιτζή που τον έχρισε ''βαπτιστή'' του στη κολυμβήθρα της ιπποσύνης προτείνοντας του κάποιου είδους αντάλλαγμα,μοιάζει να γνωρίζει μέσα του αυτήν την βασική ανθρώπινη ανάγκη που κινητοποιεί κάποιον να δράσει υπέρ της εξυπηρέτησης κάποιου άλλου:
Πρέπει να ξέρεις,φίλε Σάντσο Πάντσα,πως οι παλιοί περιπλανώμενοι ιππότες το'χανε συνήθειο να κάνουν τους ιπποκόμους τους κυβερνήτες στα νησιά και στα βασίλεια που κερδίζανε.Αν όμως ευτυχήσουμε να ζήσουμε κι οι δυο,μπορεί,ακόμα και πριν περάσουν έξι βδομάδες,να κερδίσω κάποιο βασίλειο με όλα εκείνα που εξαρτιούνται απ'αυτό,και τότε ένα απ'αυτά,δικαιωματικά,πέφτει σ'εσένα για να το κυβερνήσεις.
Πολλές κριτικές διακρίνουν εξαιτίας και τέτοιων χειρονομιών εκ μέρους του Κιχώτη την πολύπλοκη,κι άρα αντιφατική,προσωπικότητα του ήρωα μας:Απ'τη μία αφελής και ονειροπόλος κι απ'την άλλη ένας εαυτός που δείχνει να πατά στη σοφία της πραγματικότητας,καθότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα πρέπει να δώσει και κάποιο δόλωμα ανταλλάγματος όταν ψαρογυρεύει κάτι από κάποιον άλλον.
Μήπως,όμως,αυτό δεν είναι διόλου αντιφατικό;Μια χαρά δεν αντιλαμβάνεται ο Κιχώτης την αυτονόητη για τους άλλους επιφανειακή υλιστική πραγματικότητα,αυτή που ένας κυνικός θα έλεγε με τη φράση ''όταν δεν υπάρχει τυρί τα ποντίκια φεύγουνε;'';
Μήπως,απλά,οι ηθικοί κώδικες του ανθρωπισμού των άγραφων νόμων απ'τις οποίες διέπεται η αλλόκοτη ΔονΚιχωτική φυσιογνωμία,τον υψώνουν εξ ορισμού σε μια ''εκ καθέδρας'' αλάθητη παπική θέση,κι η ''υποτίμηση'' των υλικών ανταλλαγμάτων που επιφυλάσσει για τους άλλους,αλλά όχι στον υπεράνω εαυτό του,είναι ένα ψευδαισθητικό δηλωτικό της δήθεν ανιδιοτέλειας του;

Τα δυο τους ξεκινάνε,λοιπόν,για νέες περιπέτειες[με τον Σάντσο να πείθεται εξαρχής ότι διαθέτει τα εφόδια για να γίνει μικρός βασιλιάς-μια αντανάκλαση της αφέλειας του Κιχώτη,αλλά σε πιο λάιτ έκδοση] με πρώτη πρώτη την μονομαχία του Δον Κιχώτη με κάτι...ανεμόμυλους που τους πέρασε για γίγαντες:Για να ξεγελαστείς έτσι,θα πει πως έχεις ανεμόμυλους μέσα στο κεφάλι!-όπως θα του πει ο Σάντσο μάταια,καθότι στου κουφού την πόρτα...
Επόμενη τους περιπέτεια η συνάντηση τους μ'ένα καραβάνι καλόγερων κι αγωγιατών που μετέφερε μια αρχόντισσα με προορισμό τη Σεβίλλη.Ο Δον Κιχώτης βλέπει στο καραβάνι μάγους που μεταφέρουν μια αιχμάλωτη βασιλοπούλα,οπότε το ''καθήκον'' τον καλεί ώστε να διορθώσει με κάθε θυσία και με όλη του τη δύναμη την ''αδικία''.
Οι καλόγεροι βλέποντας τον με κοντάρι να τους ορμά το βάζουν στα πόδια,οι αγωγιάτες την πέφτουν στον Σάντσο που είχε μείνει μοναχός του κι ο Κιχώτης πιάνει έτσι την κουβέντα με την κυρά που βρισκόταν εντός της άμαξας,ζητώντας της αντάλλαγμα για την''ιπποτική ευεργεσία'',χωρίς να παραλείψει και να την προκαταλάβει με την απαραίτητη δόση κολακείας ώστε να πάρει την επιθυμητή απάντηση-λίγο λιγότερη απ'την κολακεία που επιφυλάσσει για τον εαυτό του και την Δουλτσινέα του :Η ομορφιά σου,κυρά μου,μπορεί από εδώ και πέρα να κάνει τον εαυτό της όπως της αρέσει.Γιατί τώρα το καμάρι των απαγωγέων σου έχει κυλιστεί στο χώμα,νικημένο απ'το δυνατό μου χέρι.Και για να μη στενοχωριέσαι θέλοντας να μάθεις το όνομα του ελευθερωτή σου,μάθε πως λέγομαι Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα,περιπλανώμενος ιππότης και σκλάβος της ασύγκριτα ωραίας Δουλτσινέας του Τομπόζο.Και σε αντάλλαγμα της ευεργεσίας που δέχτηκες από μένα,μόνο ένα σου γυρεύω:να γυρίσεις πίσω στο Τομπόζο,να παρουσιαστείς από μέρους μου σ'αυτή την κυρία και να της πεις όσα έκανα για τη λευτεριά σου.
Ενας Βάσκος ιπποκόμος της άμαξας ακούγοντας τον Κιχώτη να ζητά απ'την κυρά του ν'αλλάξουν κατεύθυνση,ορμά στον Κιχώτη.Η μονομαχία τους αρχικά φέρνει στη θέση τον Κιχώτη,ύστερα από μια γερή σπαθιά,να μονολογεί:Ω,δέσποινα της ψυχής μου,Δουλτσινέα,άνθος ομορφιάς,έλα βόηθα τον ιππότη σου,που για χάρη της μεγάλης σου καλοσύνης βρίσκεται τώρα σε τέτοιο σκληρό κίνδυνο.
Πάλι,είτε μετά την καταστροφή της βιβλιοθήκης που την χρέωσε σ'ένα μάγο που προστατεύει κάποιον ανταγωνιστή του σε φήμη ιππότη,ή την παραίσθηση του να βλέπει σαν γίγαντες τους ανεμόμυλους και να την χρεώνει αιτιολογικά στον ίδιο μάγο,είτε τις κατηγόριες στο άλογο του Ροσινάντε που σκόνταψε και τον τραυμάτισε σε μια απ'τις πρώτες του παλαβομάρες,είτε τώρα στην επίκληση της Δουλτσινέας,φταίει κάποιος άλλος και ποτέ ο δύστυχος ο ίδιος.Ο ίδιος είναι εκ προοιμίου ο ''καλός'' με τις ακόμη καλύτερες και ''ανιδιοτελείς'' προθέσεις κι όταν ''θυσιάζεται'' για τους άλλους,δεν μπορεί παρά να είναι αυτοί οι άλλοι που ''οφείλουν'' για το ''καλό'' τους να του συμπαραστέκονται.

Η μονομαχία του Δον Κιχώτη με τον Βάσκο τελειώνει με τον Κιχώτη νικητή,δείχνοντας έλεος στον παραζαλισμένο Βάσκο μετά από παρέμβαση των γυναικών που επέβαιναν στην άμαξα,οι οποίες δεν ήθελαν να χάσουν τον ιπποκόμο τους.Οχι φυσικά και πάλι χωρίς αντάλλαγμα:Ο Βάσκος θα έπρεπε να παρουσιαστεί στην εκλεκτή της Δονκιχωτικής καρδιάς Δουλτσινέα για να τον διαθέσει όπως της αρέσει-δηλαδή για να ταπεινωθεί για δεύτερη φορά,μετά την ήττα του στη μονομαχία,μπροστά και στην Δουλτσινέα,σαν ένα επιδεικτικά αποδεκτικό από μέρους της αγαπημένης του λάβαρο της αξιοσύνης του Δον κιχωτικού ιπποτισμού.

ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΚΟΣΜΟΣ,ΙΠΠΟΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΟΠΛΑΣΜΕΝΟΣ
Στη συνέχεια της περιπλάνησης τους ο Κιχώτης με τον Σάντσο βρίσκονται να γευματίζουν με κάτι γιδοβοσκούς στρωματσάδα πάνω σε προβιές.Ο Σάντσο στέκεται πάνω από τον Κιχώτη για να του γεμίζει την κούπα του αφεντικού του:Μα ο Δον Κιχώτης,βλέποντας τον ιπποκόμο του έτσι ορθό,του είπε:Για να δεις Σάντσο,τι καλό πράγμα είναι η περιπλανώμενη ιπποσύνη και πόσο γρήγορα αποκτούνε τιμή και υπόληψη όσοι την υπηρετούνε,έλα να καθίσεις στο πλάι μου,παρέα με τούτους τους καλούς ανθρώπους και να βρεθείς ίσος με εμένα που είμαι αφέντης και φυσικός σου κύριος.Φάε από το πιάτο μου και πιες από τη δική μου κούπα.Γιατί μπορεί να ειπωθεί για την ιπποσύνη ότι και για την αγάπη:τα φέρνει όλα στο ίδιο επίπεδο.
Σ'ευχαριστώ,είπε ο Σάντσο.Μα πρέπει να ξομολογηθώ στην ευγένεια σου πως,όσο έχω μπόλικο φαί μπορώ να το τρώω μια χαρά,κι ακόμη καλύτερα ορθός,όσο και καθισμένος πλάι σε αυτοκράτορα.Δε μ'αρέσει να περιορίζομαι,αφέντη.Για τούτο,σε παρακαλώ ν'ανταλλάξω τις τιμές που μου κάνεις με άλλα πράγματα πιο χρήσιμα και ωφέλιμα για μένα.
Πρέπει,ωστόσο,να καθίσεις κοντά μου,γιατί ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται,είπε ο Δον Κιχώτης επιγραμματικά.Κι αρπάζοντας τον Σάντσο από το χέρι,τον ανάγκασε να καθίσει στο πλευρό του.
Ο Σάντσο,όπως και τότε που προειδοποιούσε τον Κιχώτη να σταματήσει να κυνηγά για να μονομαχήσει εναντίον ανεμόμυλων που δεν ήταν στη πραγματικότητα γίγαντες,ξανά επισημαίνει στο αφεντικό του,με την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της αυτογνωσίας που τον διέπει,ότι η πραγματικότητα κι η ιεράρχηση των επιθυμιών είναι κάπως διαφορετική απ'αυτή που φαντάζεται ή επιθυμεί για τους άλλους ο Κιχώτης[για την ακρίβεια,αυτή που επιθυμεί με βάση τους δικές του ηθικολογικές νόρμες[όπως επισημάνθηκε και πριν,ο Κιχώτης γνωρίζει,παρά τις χίμαιρες του,την ιεραρχήσεις των πολλών άλλων].
Με τον ίδιο τρόπο που ο ιπποτισμός που κυνηγά ανεμόμυλους,μέσα στον πόθο του για υπόληψη και ηθικολογικές τιμές,βλέπει παντού αδικίες και κατατρεγμένους που χρήζουν προστασίας ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν,εξίσου η λαθροποσία του φαντασιωτικού μυαλού του βλέπει παντού ανθρώπους που είναι ''τόσο χαμηλά'' κι έχουν ανάγκη για μια ''ανύψωση'' στο επίπεδο της ιπποτικής ισότητας-την έχουν διαχρονικά αυτή τη λόξα όλοι οι αυτόκλητοι μάρτυρες κάποιου ''ανώτερου'' προτύπου,εν προκειμένω του ιπποτικού.
Χορτασμένος πια ο Δον Κιχώτης και παίρνοντας μια φούχτα βελανίδια αρχίζει τα κηρύγματα αναπόλησης της ''ισότητας'' των παλαιών καιρών,τότε που ο άνθρωπος δεν ήξερε να λέει ''δικό μου'' και ''δικό σου'' ζώντας σε μια ''ευλογημένη και αθώα εποχή''-κι όμως:Καλώντας τον Σάντσο να καθίσει πλάι του  και να φάει από το πιάτο του,δεν επέδειξε καμιά διάθεση ''ισότητας'',αλλά,αντιθέτως,παραδεχόμενος ο Κιχώτης σε μια πρότερη του δείπνου με τους βοσκούς συνομιλία με τον Σάντσο ότι τα πρότυπα της ιπποτικής διατροφής είναι λιτά,αποδέχεται για τον εαυτό του το ηθικό όφελος των τιμών[και βέβαια το κέντρισμα της καρδιάς της Δουλτσινέας],αφήνοντας στον ''υλιστή'' Σάντσο την μάσα του μπόλικου φαγητού-ο Κιχώτης μοιάζει εδώ να μην αποδέχεται ότι το να διεκδικεί ο άνθρωπος κυριότητες λέγοντας ''δικό μου'' είναι κάτι που είναι γραμμένο στη φύση του,αλλά,αντιθέτως,είναι ''κατασκευασμένο'' απ'τις κοινωνικές συνθήκες.Και τι καλύτερο άλλοθι αυτό για έναν ονειροπόλο ιππότη της ''δικαιοσύνης'';

Οι δύο ήρωες μας μετά απ'αυτά,παίρνουν πάλι τα βουνά για να τα καθαρίσουν από τους κακοποιούς που τα ερημώνανε.Υστερα από μεγάλη και άσκοπη περιπλάνηση βρεθήκαν σε ένα λιβάδι.Ο Σάντσο αφήνει άδετο το άλογο τον Ροσινάντε και του την πέφτουν φοράδες από κάτι αγωγιάτες που είχαν πάει τα κοπάδια τους εκεί γύρω να βοσκήσουν.Ο Δον Κιχώτης αμέσως επιζητεί εκδίκηση,μόνο που οι αγωγιάτες είναι πολύ περισσότεροι απ'αυτόν και τον ιπποκόμο του και φυσιολογικά τους κάνουν τόπι στο ξύλο.Με πολλούς αναστεναγμούς,ο Σάντσο εναποθέτει πάνω στο δικό του γαϊδούρι τον Κιχώτη,δένει από πίσω και τον Ροσινάντε κι οι ήρωες μας περνάνε εκείνη τη νύχτα παρέα με τους πόνους τους σε ένα κοντινό χάνι.
Εκεί φτιάχνουν από λάδι,αλάτι,δενδρολίβανο και άλλα υλικά ένα φάρμακο βάλσαμο για τους πόνους που είχαν απ'τα χτυπήματα που δέχτηκαν.Ο Κιχώτης νιώθοντας καλύτερα,βιαζόταν να φύγει για νέες περιπέτειες,με τον ίδιο τον Θερβάντες να μην μπορεί να κρύψει την ειρωνεία του για την Δονκιχωτική κατάσταση,ξεκαθαρίζοντας για μια ακόμη φορά ότι το ''ιπποτικό'' δημιούργημα του είναι ξεκάθαρο στις στοχεύσεις του,δίχως ''βαθύτερα νοήματα'':Του φαινότανε,βλέπετε,πως κάθε στιγμή που αργούσε να φύγει στερούσε τον κόσμο κι όσους βρίσκονταν σε ώρα ανάγκης από τη βοήθεια και την προστασία του.

Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει σκέφτηκε ότι έπρεπε να πληρώσει και τον ιδιοκτήτη του χανιού,προτείνοντας του να εκδικηθεί τυχόν εχθρούς του.Ο χανιτζής φυσικά αρνείται και ζητά χρήματα για τη φιλοξενία αλλά και για το σανό και το κριθάρι που φάγανε τ'άλογα των δύο ηρώων μας.Ο Δον Κιχώτης του πουλάει τρέλα,ή μάλλον,σαν παραγωγός παλαβομάρας,δεν έχει κάτι άλλο να του πουλήσει και του βγαίνει φυσικά το δούλεμα-δουλεύοντας τον ίδιο τον εαυτό του με τις χίμαιρες του,του έχει γίνει δεύτερη φύση:
Θα το καταλαβαίνεις και μόνος πως δεν πρέπει να παραβιάσω τους κανόνες της ιπποσύνης.Κι ο πρώτος απ'αυτούς είναι να μην πληρώνουμε ποτέ στα χάνια,γιατί είναι υποχρεωμένα,σε αντίθεση με τους πύργους,να δέχονται τους ιππότες,σε αντάλλαγμα για τους αμέτρητους κόπους που κάνουνε μέρα και νύχτα,χειμώνα καλοκαίρι,με τη ζέστη και το χιόνι,για να υπηρετούνε τον κόσμο.
Ο χανιτζής επιμένει να πληρωθεί κι ο Κιχώτης σπιρουνιάζει το άλογο του και την κοπανάει,γιατί μπορεί να μάχεται γενικώς και αορίστως για την ''ισότητα'',αλλά σε ταπεινά και μαζικά χάνια δεν πρέπει να καταδέχεται ένας ιππότης να πληρώσει και χρήματα για τις υπηρεσίες που έλαβε-ίσα ίσα,η τιμή ανήκει στα χάνια που τους κάνουν και τη χάρη να τα επισκέφτονται οι υπεράνω ιππότες.
Το θέμα είναι όμως ότι αφέθηκε στη μοίρα του ο Σάντσο,στον οποίο πρόστρεξε ο χανιτζής για να πάρει τα χρωστούμενα.Με τη βοήθεια και άλλων θαμώνων ξυλοφορτώνεται.Ο Κιχώτης που πάνω στην...ανιδιοτελή κάψα του να παραστήσει τον νταβατζή-προστάτη τον ξέχασε,αλλά έλα όμως τον θυμήθηκε ακούγοντας τα ξεφωνητά του ενόσω απομακρυνόταν από το χάνι και επέστρεψε πίσω.Ο χανιτζής βρήκε εν τω μεταξύ το δισάκι του Σάντσο που είχε μέσα νομίσματα κι ο χανιτζής τον ξεπροβόδισε.
Οι δυο ήρωες παίρνουν πάλι τους δρόμους κι ο φουκαράς ο Σάντσο,σαν να μην του έφτανε το νέο ξυλοκόπημα που δέχτηκε για χατήρι του παλαβιάρη αφεντικού του,τον ακούει κι από πάνω να κατηγορεί για το νέο τους πάθημα κάτι άλλο εκτός απ'τον ίδιο τον εαυτό του:Καλέ μου Σάντσο,εκείνο το χάνι ήτανε μαγεμένο.Αυτοί που σου παίξαν ένα τόσο άσχημο παιχνίδι πρέπει να ήτανε φαντάσματα!
Ο φουκαράς ο Σάντσο αποκαμωμένος ζητά το φυσιολογικό:Να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό τους τώρα που είναι κι ο καιρός του θερισμού,ώστε να κοιταχτεί λιγάκι και το πραγματικό τους συμφέρον.Ο Κιχώτης ο...ανιδιοτελής,αρνείται:
Πόσο λίγο καταλαβαίνεις από ιπποσύνη!Τι είναι όλα τα βάσανα που τραβάμε,μπροστά στην αιώνια δόξα που μας καρτερεί;Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν τι υπέροχο είναι να νικάς,να θριαμβεύεις σε μια μάχη;
Ο Σάντσο,που αντιλαμβάνεται ότι το αφεντικό του επίσης για συμφέρον μιλά,έστω και ''μη υλικό'',αλλά κι ότι η σχέση τους δεν είναι ισομερής,σε αναλογία και με τη σχέση κόστους οφέλους του εγχειρήματος τους,επισημαίνει ότι:Από τότε που γίναμε περιπλανώμενοι ιππότες-η αφεντιά σου δηλαδή γιατί εγώ δεν έχω τέτοια τιμή-κανέναν δε νικήσαμε ακόμα,πέρα από κείνον τον Βάσκο.Και πάλι,η νίκη μας κόστισε το μισό σου αυτί.Απο κείνη τη μέρα,μονάχα ξύλο στο ξύλο τρώμε απανωτά και γροθιές στις γροθιές.Και,μα την αλήθεια,εγώ παιδεύτηκα πιο πολύ από σένα γιατί με τινάξανε πάνω στην κουβέρτα,λες κι ήμουνα σκύλος.
Δεν καταλαβαίνω γιατί ύστερα από τόσα πρέπει να γελώ.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΔΙΩΚΤΗΣ,ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΔΙΩΚΤΗΣ
Μα εκείνη τη στιγμή ο ανεμομυλοδιώκτης Δον Κιχώτης διακρίνει στον ορίζοντα ένα σύννεφο σκόνης που φαντάζεται ότι είναι στρατός-Ο Σάντσο του λέει ότι δεν είναι τίποτ'άλλο παρά κοπάδια προβάτων,αλλά ο Κιχώτης βλέποντας ότι του είχε ήδη ζωγραφίσει η φαντασία του,άκουγε χλιμιντρίσματα αλόγων αντί για βελάσματα προβάτων,οπότε ορμά καβάλα στον Ροσινάντε να τρυπήσει με το κοντάρι του τα...πρόβατα,αφήνοντας μόνος τον Σάντσο να τραβάει τα γένια του με την απόφαση του ν'ακολουθήσει έναν παλαβό.
Οι τσοπάνηδες των κοπαδιών παίρνουν με τις πέτρες τον Κιχώτη κι ο ήρωας μας ξανατραυματίζεται,μόνο που αυτή τη φορά φάρμακο εύκαιρο δεν υπάρχει γιατί ο Σάντσο διαπιστώνει ότι το δισάκι του ξεχάστηκε στο χάνι.Ο Κιχώτης πείθει με τα πολλά τον απελπισμένο Σάντσο να συνεχίσουν τις περιπέτειες τους,ψάχνοντας ένα καταφύγιο ώστε να περάσουν τη νύχτα.
Στη πορεία πέφτουν πάνω σε καβαλάρηδες που είχαν δαυλούς στα χέρια και κουβαλούσαν ξωπίσω τους μια κάσα.Ο Κιχώτης δεν χάνει την ευκαιρία να χώσει πάλι τη μύτη του και να ξεκινήσει καυγά,υποθέτοντας πως στη κάσα κοίτεται κάποιος ιππότης που αυτοί θανατώσαν.
Ο Κιχώτης αυτή τη φορά τους κάνει ζάφτι και τους τρέπει σε φυγή εκτός από έναν ιερωμένο που ήταν καβάλα πάνω σ'ένα μουλάρι.Μαθαίνει απ'αυτόν ποιοι πραγματικά ήταν οι καβαλάρηδες και φυσικά συστήνεται στον άγνωστο του ως Δον Κιχώτης που αποστολή του είναι να γυρνά τον κόσμο και να διορθώνει τις αδικίες[δηλαδή για εμάς που αναγιγνώσκουμε,να της δημιουργεί ο ίδιος πάνω στον πόθο του].Ο Σάντσο βλέποντας το αφεντικό του υπό το φως του δαδιού και με πληγωμένο το πρόσωπο απ'τις πετριές,βρίσκει την ευκαιρία να βγάλει ένα νέο[και πιο ταιριαστό]παρατσούκλι στον Κιχώτη:Ιππότης της ελεεινής μορφής.
Ο Κιχώτης αποδέχεται το νέο παρατσούκλι καθότι ο ιστορικός του μέλλοντος που θα γράψει για τα κατορθώματα του,θα χρειάζεται να έχει κι ένα παρατσούκλι,όπως είχαν κι οι ιππότες του παλιού καιρού.

ΤΟΝ ΠΗΡΑΝ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Οι δύο ήρωες μας συνεχίζοντας την πορεία τους ,βρέθηκαν μπροστά σε μια ντουζίνα ανθρώπους που ήταν δεμένοι ο ένας με το λαιμό του άλλου με μια μεγάλη αλυσίδα,όπως και με χειροπέδες στα χέρια.Τους συνοδεύανε δυο καβαλάρηδες και δύο πεζοί.Ο Κιχώτης αλλάζει τακτική και προτού επιτεθεί χωρίς να ρωτήσει κανέναν για το τι συμβαίνει[παρά μόνο τις φαντασιώσεις του],ζητά να μάθει απ'τους καβαλάρηδες τι συμβαίνει.Ο καβαλάρης του αποκρίθηκε πως ήτανε σκλάβοι για τις γαλέρες της Αυτού Μεγαλειότητας.Ο ''προστάτης'' των αδυνάμων Δον Κιχώτης τους ζητά να αφεθούν ελεύθεροι,εκείνοι φυσιολογικά αρνούνται καθώς δεν είχαν τέτοια αρμοδιότητα κι ο ήρωας μας ορμά καταπάνω τους.Πάνω στην αναμπουμπούλα οι κατάδικοι βρίσκουν την ευκαιρία να σπάσουνε τις αλυσίδες που τους κρατούσαν δεμένους,οπότε,φυσιολογικά,η ολιγομελής φρουρά τους σκόρπισε.Ο Κιχώτης,ακόμη πιο φυσιολογικά,δεν ξεχνά να ζητήσει αντάλλαγμα για την ευεργεσία που τους έκανε:
Δείχνει καλή ανατροφή όποιος χρωστάει χάρη για το καλό που του κάνανε,κι η αχαριστία είναι μια αμαρτία που πιο πολύ κι από τις άλλες δεν τη θέλει ο Θεός.Το λέω αυτό,κύριοι,γιατί και μόνοι σας είδατε το καλό που σας έκαναν.Θέλω,λοιπόν,κι εγώ μια χάρη.Να φορτωθείτε την αλυσίδα που σας έβγαλα απ'το λαιμό και να πάρετε τώρα τον δρόμο που βγάζει στο Τομπόζο.Φτάνοντας εκεί,να παρουσιαστείτε στη δέσποινα μου τη Δουλτσινέα του Τομπόζο και να της πείτε πως ο ιππότης της,ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής,της στέλνει τα χαιρετίσματα του.Υστερα,θα της πείτε με το νι και με τι σίγμα όλα όσα γίνανε σε τούτη τη σπουδαία περιπέτεια.

Ενας κατάδικος του αποκρίθηκε ότι αυτή η προσταγή είναι αδύνατον να εκτελεστεί διότι τώρα που ελευθερώθηκαν πρέπει,αντιθέτως,να διασκορπιστούν κι όχι να κυκλοφορούν όλοι μαζί μπουλούκι,καθώς οι αρχές θα κινητοποιηθούν και θα ψάξουν για να τους βρουν.Ο Κιχώτης του ξεφωνίζει έξαλλος πως θα τον στείλει μονάχο του να εκτελέσει τη διαταγή,οι κατάδικοι  παίρνουνε χαμπάρι ότι έχουν να κάνουν με έναν παλαβιάρη και τον παίρνουνε κυριολεκτικά με τις πέτρες.Ξεγυμνώνουνε τους δύο ήρωες μας απ'ότι μπορούσαν να πάρουν,μοιράζονται τα λάφυρα και φεύγουν.Βυθισμένος στην απελπισία του νέου ξυλοδαρμού του,ο Κιχώτης ομολογεί στον Σάντσο:
Το'χα από καιρό ακουστά πως,θέλοντας να κάνεις καλό στους κακούς,είναι σαν να ρίχνεις νερό στη θάλασσα.Αν είχα πιστέψει τα λόγια σου,θα είχα ξεφύγει από τούτον τον σαματά.Μα ότι έγινε έγινε.Υπομονή!Από εδώ και πέρα θα'μαι πιο φρόνιμος.
Ο Σάντσο δυσκολεύεται να πιστέψει αυτό που μόλις άκουσε και δυσπιστεί.Ο Κιχώτης,αφού τον αποκαλεί ''δειλό'',τον διαβεβαιώνει ότι αυτή τη φορά κυριολεκτεί,ζητώντας με τη σειρά του από μέρους του διαβεβαιώσεις ότι η ιπποτική υστεροφημία του δεν θα στιγματιστεί:Τούτη τη φορά θ'αποτραβηχτώ προτού ξεσπάσει ο σίφουνας που τόσο τον φοβάσαι.Αλλά μ'έναν όρο:ποτέ σου,ακόμα και τη στιγμή που θα κλείνεις για πάντα τα μάτια σου,δεν θα πεις σε κανέναν πως έφυγα από τούτο τον κίνδυνο παρακινημένος από φόβο.Το κάνω μόνο και μόνο για τα παρακάλια σου και για να σου κάνω το χατήρι.
Οι δυο ήρωες μας κίνησαν να φύγουν για να βρουν κάπου να κρυφτούν και πέρασαν την νύχτα πλαγιάζοντας σε δύο βράχους τριγυρισμένους από φυλλόδεντρα.Στο ίδιο μέρος όμως βρέθηκε κατά κακή ''σύμπτωση'' κι ο κατάδικος που αντιμίλησε στον Κιχώτη και,βρίσκοντας τους κοιμισμένους,άρπαξε το άλογο του Σάντσο.Ανακαλύπτοντας το περιστατικό ο Κιχώτης υπόσχεται να δώσει στον Σάντσο τρία γαϊδουράκια που είχε στο χωριό κι η περιπλάνηση των ηρώων μας συνεχίστηκε.

ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΓΚΟΜΕΝΕΣ
-Πες μου,αφέντη.Πόσο καιρό λογαριάζει η χάρη σου να γυροφέρνουμε σ'αυτούς τους αγριότοπους;
-Σώπα,Σάντσο,δεν ξέρεις εσύ!Εχω σκοπό να κάνω εδώ μια ανδραγαθία που θα με δοξάσει και θ'απλώσει τη φήμη μου σε όλο τον κόσμο.Με το κατόρθωμα μου αυτό θα πετύχω την ανώτατη τελειότητα και το καλύτερο όνομα που μπορεί ποτέ ν'αποκτήσει ένας περιπλανώμενος ιππότης.
Ποιο κατόρθωμα;
Ο φημισμένος Αμαντίς ο Γαλάτης ήταν ένας απ'τους πιο τέλειους περιπλανώμενους ιππότες.Μα τι λέω ''ένας'';Ηταν ο μόνος,ο πρώτος και μοναδικός που βρέθηκε στον κόσμο μέχρι σήμερα!
Κι έδειξε τη σοφία του,την αρετή του και τη λεβεντιά του,την υπομονή και τη σταθερή του αγάπη,τότε που τον μάλωσε η δέσποινα του η Οριάνα κι αυτός αποτραβήχτηκε στο Γυμνό Βράχο κι από Ιππότης της Πύρινης Ρομφαίας πήρε το όνομα Ιππότης της Μαύρης Μελαγχολίας.
Την απομόνωση,λοιπόν,που έβαλε θεληματικά στον εαυτό του θα βάλω κι εγώ στον δικό μου.Και μου είναι πιο εύκολο να τον μιμηθώ σε τούτο παρά να σκίζω τους γίγαντες στα δύο,ν'αποκεφαλίζω φίδια,να σκοτώνω δράκοντες,να συντρίβω στόλους και να διαλύω μάγια.
Δεν πρέπει να χάσω την ευκαιρία που μου δίνει τούτη η ερημιά για να βγάλω πέρα την απομόνωση μου.
Μα εσένα δεν σε πείραξε η Δουλτσινέα,του επισημαίνει ο Σάντσο.Μα ο Κιχώτης έχει σκοπό,ακριβώς όπως ψαρεύει τη φήμη του ιππότη κυνηγώντας ακόμη και ανεμόμυλους,να εκβιάσει την αποδοχή του απ΄την Δουλτσινέα,γι'αυτό και ζητεί απ'τον Σάντσο να μην ξεχάσει να της αναφέρει τίποτα απ'όσα κάνει για πάρτη της με τελικό σκοπό να της ξεκαθαρίσει ότι...εκείνη φταίει για όλα του τα δεινά κι άρα του ''χρωστάει'' μια γενναιόδωρη αποδοχή!
Για να είναι και σίγουρος ο Δον Κιχώτης ότι το μήνυμα του προς την Δουλτσινέα θα γίνει πλήρως αντιληπτό,φροντίζει να επιγράψει τον εκβιασμό του και σε επιστολή:Οι θλιβερές μου μέρες είναι δικές σου.Ενας σου λόγος μπορεί να τις κρατήσει,ένας σου λόγος μπορεί να τις αποτελειώσει.Πρόσταξε!Θα μου είναι γλυκό να δώσω ικανοποίηση στη σκληρή καρδιά σου.
Ο Σάντσο του υπενθυμίζει να γράψει και το σημείωμα προς την ανιψιά του Κιχώτη με το οποίο θα ζητεί να του δοθούν τρία γαϊδουράκια και ξεκινά την αποστολή του.Μετά από μια μέρα πορείας φτάνει στο χάνι απ'όπου πέρασε και πριν λίγο καιρό παρέα με τον Κιχώτη,βρίσκοντας εκεί τον παπά και τον κουρέα του χωριού του Δον Κιχώτη που βρίσκονταν σε αναζήτηση του ώστε να τον επαναφέρουν στο χωριό.Ο Σάντσο τους εξηγεί τη κατάσταση και παπάς  και κουρέας στήνουν ένα τέχνασμα ώστε να ξεγελάσουν τον Κιχώτη και να τον αποτραβήξουν απ'την απομόνωση του-τέχνασμα που πετυχαίνει,με τους ήρωες μας να παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΝΑΕΙ-ΓΙ'ΑΥΤΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ''ΑΘΩΑ'' ΨΕΜΑΤΑ
Ο Δον Κιχώτης,έχοντας καταπιεί το τέχνασμα αμάσητο,υπολογίζει ότι ο Σάντσο πήγε και βρήκε την Δουλτσινέα,και ρωτά τον Σάντσο για τις αντιδράσεις της.Ο Σάντσο τον παραμυθιάζει ότι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανατέθηκε και του αναφέρει ότι η Δουλτσινέα,μετά απ'όσα άκουσε,λαχταρά την επίσκεψη του ίδιου του Δον Κιχώτη.
Ο ήρωας μας βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα:Να σκοτώσει τον γίγαντα που βαστάει το θρόνο της αρχοντοπούλας[Ενας ανύπαρκτος γίγαντας που απειλεί τον θρόνο μιας επίσης ανύπαρκτης αρχοντοπούλας-το τέχνασμα που σκέφτηκαν ο παπάς κι ο κουρέας ώστε να τσιγκλήσουν το ιπποτικό πνεύμα του Κιχώτη και να τον οδηγήσουν πίσω στο χωριό του]ή να τρέξει αμέσως κοντά στην αγαπημένη του;
Ο Σάντσο του προτείνει να παντρευτεί την βασιλοπούλα ώστε να πάρει ο ίδιος να κυβερνήσει καμιά επαρχία από την επικράτεια της.Ο Κιχώτης του αποκρίνεται ότι και θα πολεμήσει για την βασιλοπούλα,ώστε να δώσει στον ιπποκόμο του μια επαρχία για να κυβερνήσει,όπως και τ'ότι θα επισκεφτεί κατόπιν την Δουλτσινέα-μπορεί ο Κιχώτης να κακίζει τον Σάντσο για την πονηράδα να προτείνει τον γάμο του με την βασιλοπούλα,αλλά κι ο ίδιος ο Κιχώτης μένει πιστός σε κάτι αντίστοιχο με τον ''υλισμό'' του Σάντσο:
Στην πίστη που δείχνουν στην αγάπη τους οι περιπλανώμενοι ιππότες.Αυτή η πίστη,όμως,προς το παρόν,αφού κιόλας ''κατοχυρώθηκε'' απ'όσα δήθεν μετέφερε για λογαριασμό του ο Σάντσο στην Δουλτσινέα,μπορεί να περιμένει για λίγο μέχρις ώτου ο Κιχώτης ελευθερώσει τον θρόνο απ'τον γίγαντα για λογαριασμό της βασιλοπούλας-χρειάζεται και ''κατορθώματα'' η ιπποτική φήμη για να ευδοκιμήσει,όχι μόνο όρκους αφοσίωσης στο έτερον ήμισυ.
Ένα έτερον ήμισυ κινητοποιεί πρωταρχικά τον ήρωα μας τ'οποίο αποτελείται από σάρκα και σώμα,δηλαδή ύλη:Ο Σάντσο δεν είναι μόνος του στην αντιπροσώπευση της ύλης,κι άρα σε αντιδιαστολή με τον Κιχώτη που αντιπροσωπεύει το ''πνεύμα''-ο ρόλος του Κιχώτη ετεροπροσδιορίζεται,εν αντιθέσει με τον σταθερά πραγματιστή Σάντσο:Ο Κιχώτης είναι αυτός που φροντίζει να δίνει υλικά κίνητρα υποσχέσεων στον Σάντσο όποτε του ζητεί ν'αναλάβουν μια ακόμη αποστολή,προσπέφτοντας στον υλισμό για να κινητοποιήσει τον ιπποκόμο του-ξέρει καλά ο ήρωας μας ότι τίποτα δεν σε κάνει να δρας για κάτι άσκοπα:Πάντα σε κάτι αποσκοπείς,όσο κι αν διαφορετικά το ντύνεις με περικοκλάδες ρομαντισμού.

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Τα τεχνάσματα για να μαζευτεί πίσω στο χωριό του ο Δον Κιχώτης,μπας και γιατρευτεί απ'την τρέλα που τον βάρεσε,συνεχίζονται εκ μέρους του παπά,του κουρέα και κάποιων άλλων επιφανών επισκεπτών στο χάνι:Μεταμφιέζονται με μάσκες και κλείνουν τον Κιχώτη σε μια κλούβα που θα τον μεταφέρει δεμένο πίσω στον τόπο του χωρίς να προβάλλει καμιά αντίσταση στους ''δεσμοφύλακες'' του,καθώς η τρελή φαντασία του πίστεψε μεμιάς ότι τον άρπαξαν φαντάσματα,σαν αυτά που δήθεν έβλεπε στις περιπέτειες του που προηγήθηκαν,κι άρα ήταν ανυπεράσπιστος απέναντι τους.
Επιστρέφει,λοιπόν,στο σπίτι του όπου κάθεται για ένα μήνα μέχρι που παίρνει την απόφαση να φύγει με σκοπό νέες ιπποτικές ανδραγαθίες για τρίτη φορά.Μα πριν κινήσει για το νέο ταξίδι του σκέφτηκε να περάσει από το Τομπόζο για ν'ανταμώσει για πρώτη φορά την ωραία Δουλτσινέα.Οσο και να ψάχνει το ''παλάτι''της παρέα με τον Σάντσο δεν το βρίσκει-το μόνο που τους βρίσκει είναι η νύχτα.
Ο Σάντσο του προτείνει ν'αποσυρθούν,υποσχόμενος ότι με το επόμενο φως της ημέρας θα ψάξει να βρει την Δουλτσινέα.
Ο Κιχώτης ξορκίζει τον ιπποκόμο του να μην ξαναπαρουσιαστεί μπροστά του εάν δεν την πείσει να παρουσιαστεί μπροστά του για να του δώσει την ευλογία της.Ο Σάντσο που μόλις έμαθε απ'το στόμα του Κιχώτη πως δεν έχει δει ποτέ του την Δουλτσινέα,αντιλαμβάνεται τη νέα τρέλα εις την οποία τον εμπλέκει το αφεντικό του κι αποφασίζει για μια ακόμη φορά να κοροϊδέψει τον Κιχώτη,κάνοντας τον να πιστέψει πως η πρώτη χωριατοπούλα που θ'ανταμώσει ο Σάντσο είναι η Δουλτσινέα.
Μετά από ώρα παραμονής στο ίδιο μέρος,ώστε να βεβαιωθεί ο Κιχώτης πως βρήκε τον καιρό και πήγε στο Τομπόζο και γύρισε,την ώρα που σηκώνεται να καβαλικέψει για να πάει να βρει τον Κιχώτη βλέπει να έρχονται τρεις χωριατοπούλες καβάλα πάνω σε γαϊδουρίτσες.
Παρουσιαζόμενος στον Κιχώτη του μηνύει ότι η Δουλτσινέα έρχεται να τον επισκεφτεί.Ο Κιχώτης βλέποντας τρεις χωριατοπούλες καβάλα πάνω σε τρία γαϊδουράκια,αρχικώς,δεν πιστεύει τον Σάντσο.
Ο Σάντσο υποδέχεται τις χωριατοπούλες γονατίζοντας και φωνάζοντας στην πρώτη απ'αυτές να καταδεχτεί να μιλήσει στον αιχμάλωτο της ιππότη τον Δον Κιχώτη.Οι χωριατοπούλες θυμωμένες ζητούν απ΄τους ήρωες μας να τις αφήσουν στην ησυχία τους κι ο αρχικά σαστισμένος Δον Κιχώτης που,με τη φαντασία του έπλαθε μέχρι και γίγαντες και φαντάσματα στη θέση των ανεμόμυλων,υποκλίνεται στη χωριατοπούλα ''Δουλτσινέα'' ζητώντας της αποδοχή.
Οι χωριατοπούλες βιτσίσανε τα ζώα τους κι απομακρύνθηκαν με τον Δον Κιχώτη να μην αντιλαμβάνεται τι πραγματικά συμβαίνει,ανακουφίζοντας τον Σάντσο που τόσο καπάτσα τον είχε ξεγελάσει,καθότι κατηγορεί τους ''κακούς μάγους'' πως μεταμορφώσανε τη Δουλτσινέα σε αυτή τη χυδαία μορφή της χωριατοπούλας.
Μετά απ'αυτά,οι δύο ήρωες μας ξεκινήσαν για νέες περιπέτειες παίρνοντας ξανά τη στράτα τους.


ΔΙΧΩΣ ΤΟ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ ΥΛΙΚΟ ΠΩΣ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ;
Η πορεία του Δον Κιχώτη είναι η πορεία του ανθρώπου για την αναζήτηση της ψυχής του.Θυσιάζει το υλικό και το πρόσκαιρο,για το πνευματικό και το αιώνιο.
Σε μια εποχή,όπου όλα αναθεωρούνται και επανατοποθετούνται,οι κωμικοτραγικές φιγούρες του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα είναι επίκαιρες όσο ποτέ.
Από μια παρουσίαση θεατρικής παράστασης με θέμα τον ΔονΚιχωτισμό .
Μερικές παρατηρήσεις,πρωτίστως,για το θέμα της αναθεώρησης που επιφέρει αναπόφευκτα η κάθε είδους αναζήτηση:Ο Δον Κιχώτης με το σώμα του[και το νου συν τη φαντασία που το σώμα αυτό φέρει]δεν γίνεται η αφήγηση-αντιθέτως,μεταδίδει μια εμπεδωμένη διαμεσολαβημένα αφήγηση:
Τον ''αφιλοκερδή'' ιπποτισμό που έμαθε μέσα απ'τη βιβλιοθήκη του και τον οποίο μιμείται σχεδόν απόλυτα μηχανικώς-με όχημα τον ιπποτισμό επιχειρεί ν'αποκτήσει αιώνια σταθερή φήμη κάνοντας διάφορες αγαθοεργίες που αφορούν διαφωνίες ανθρώπων πάνω στον πραγματικό και υλικό κόσμο.
Ο Σάντσο,όμως,έχει πλήρη επίγνωση των κωμικοτραγικών δεινών που βιώνουν στις περιπέτειες τους,δίχως να κυνηγά ανεμόμυλους που η φαντασία του τους παριστάνει σαν γίγαντες.Εξ ου κι η φιλολογική ''αντίθεση'' που αναδύεται σαν ένα βαθύτερο νόημα της σχέσης ανάμεσα στον ''υλιστή'' Σάντσο και τον ''πνευματικότερο'' Κιχώτη-απλώς ο Κιχώτης δεν έχει πλήρη αυτεπίγνωση του δικού του υλισμού.
Κι όπως θα δούμε στον επίλογο του έργου του Θερβάντες,ο μόνος που θ'αλλάξει τον χαρακτήρα του και την κοσμοθέαση του μετά απ'αυτές τις περιπέτειες,είναι ο Κιχώτης-όταν έρχεται η στιγμή που αντιλαμβάνεται τα σύνορα μεταξύ του γνωστικού και του τρελού του χωριού.
Ο Δον Κιχώτης δεν παρασύρεται σ'έναν κόσμο που δεν έχει να κάνει πολλά με την πραγματικότητα χωρίς να πιστεύει και ν'αγωνίζεται,εξαιτίας αυτής της πίστης,για κάποιες αξίες.
Η Δονκιχωτική περιπλάνηση μεταφράζεται,σαν φαντασιακή που είναι,σε μια συμβολική περιπλάνηση στον κόσμο του φανταστικού,του ιδεαλιστικού και,άρα,του παιχνιδιού.
Διότι,η πραγματικότητα είναι καθορισμένη από αδήριτους κανόνες που δεν επιδέχονται και πολλών παρερμηνειών.Το παιχνίδι του Κιχώτη είναι εξ ορισμού επικίνδυνο και ρισκοβόλο,καθώς ο Κιχώτης επιδίδεται στις επαναλαμβανόμενες περιπέτειες του σ'ένα κυνήγι ξεπεράσματος των προηγούμενων φημισμένων ιπποτικών ορίων.
Η πίστη έχει άμεση ανάγκη της επανάληψης ώστε να ''επιβεβαιωθεί'',άρα κάλλιστα μπορούμε να παρατηρήσουμε στ'ότι ακόμη κι αυτό το φανταστικό παίγνιο ρομαντισμού εις τ'οποίο επιδίδεται ο Κιχώτης για να υπερβεί τα όρια της πιστοποιημένης πραγματικότητας,στη πορεία του μορφοποιείται στέρεα μόνο με ''αντιγραφή'' των κανόνων της πραγματικότητας που θέλει να προσπεράσει!
Η επανάληψη χρήζει κανόνων που τηρούνται συστηματικά και επαναλαμβανόμενα,δηλαδή μηχανικά,ώστε να επιβεβαιωθεί η πίστη του υποκείμενου φορέα της:
Για να πραγματωθεί το επιδιωκόμενο συνυφαίνει μόνο ομοιότητες,και,άρα,επικαθορίζεται ουσιωδώς απ'τον κόσμο της πραγματικότητας για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ αυτής και της φαντασίας του.Οι όροι επανάληψη και πίστη είναι και όροι του υπαρξιακού παιχνιδιού που παίζεται στον κόσμο του πραγματικού-μέσω της πίστης του ο άνθρωπος επαναλαμβάνει αυτό που θεωρεί πρέπον,όμως καμιά φορά στη πορεία αναγκάζεται ν'αναθεωρήσει βλέποντας τα ευρύτερα αποτελέσματα μιας επαναλαμβανόμενης εφαρμογής του.
Με άλλα λόγια,η αναθεώρηση κι επαναταξινόμηση,το πνεύμα του παιχνιδιού αναζήτησης κ.ο.κ δεν είναι προνόμιο του κόσμου του ΔονΚιχωτικού φανταστικού.Ολα όσα βίωσε μέσω της περιπλάνησης του ο Δον Κιχώτης,υπάρχουν μεν γιατί υπάρχει κάποιος που τα βλέπει,μόνο που αυτός που τα είδε[ή τα φαντάστηκε μόνο] πρώτος τα έγραψε κι ο Κιχώτης μεταγενέστερα τα διάβασε και προσπάθησε ν'αναβιώσει τα ιπποτικά αυτά βιωμένα πρότυπα-Ν'αναβιώσει κάτι που παρήκμασε και το ξέρασε η πραγματικότητα που το άλεσε στον τροχό της:Υπό αυτή την έννοια ο Κιχώτης συμβολίζει το οπισθοδρομικά νοσταλγικό πνεύμα που απεχθάνεται τη ρευστότητα των πραγμάτων και,άρα,αναιρεί το πνεύμα παιγνίου που συμβολίζει η επιθυμία για περιπλάνηση...

ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΩΝ [ΒΑΡΙΕΣΤΗΜΕΝΩΝ] ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ
Οι δυο ήρωες μας συναντούν στο δρόμο τους ένα σημαιοστολισμένο κάρο που κουβαλά δυο κλουβιά με λιοντάρια που πηγαίνουν δώρο σε έναν βασιλιά από έναν στρατηγό.Ο Δον Κιχώτης δεν εκλαμβάνει αυτή τη συνάντηση σαν κάτι τυχαίο αλλά ''προκαθορισμένο απ'τη μοίρα'' και τους γνωστούς ''μάγους'' που τον δοκιμάζουν,εξ ου κι ο παράτολμος Κιχώτης ζητά ν'αφεθούν ελεύθερα καταπάνω του τα λιοντάρια.
Ο Σάντσο κι όλοι οι υπόλοιποι παριστάμενοι παρακαλούν τον Κιχώτη άσκοπα να μην εκτεθεί σε τέτοιο κίνδυνο.Βλέποντας τον αμετάπειστο τον αφήνουν μόνο με τα λιοντάρια και τον φύλακα τους που ανοίγει την πόρτα του κλουβιού.Το λιοντάρι τεντώθηκε για να ξεπιαστεί,έριξε δυο ματιές γύρω του και γυρίζοντας την πλάτη στον ετοιμοπόλεμο Κιχώτη ξαναπλάγιασε στο κλουβί του.
Ο Κιχώτης ζητά απ'τον φύλακα να το ερεθίσει χτυπώντας το,ο φύλακας του απαντά ότι και μόνο που στάθηκε απέναντι στο λιοντάρι παίρνοντας τέτοιο ρίσκο απόδειξε τη παλικαριά του,κι ο Δον Κιχώτης ζητά μια βεβαίωση υπογεγραμμένη απ'τον φύλακα η οποία θα περιγράφει το κατόρθωμα του ώστε αυτό να γίνει πιστευτό και να μείνει ζωντανό στον χρόνο.Δίνοντας στον φύλακα και τον αγωγιάτη και μερικά χρυσά νομίσματα,υπόσχονται ν'αναφέρουν στον βασιλιά τους την παλικαριά που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια,ενώ ο Κιχώτης αλλάζει το παρατσούκλι του σε ιππότη των λιονταριών,ακολουθώντας την παλιά συνήθεια των περιπλανώμενων ιπποτών που αλλάζαν όνομα βρίσκοντας κάτι αντιπροσωπευτικότερο του εαυτού τους,αναλόγως των κατορθωμάτων εις τα οποία επιδίδονταν στις περιπλανήσεις τους.

ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΒΡΑΚΙΑ ΘΕΛΟΥΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΕΞΙΟΥΣ ΠΩΠΟΥΣ
Στη συνέχεια της περιπλάνησης τους οι δυο μας ήρωες γνωρίζουν μια δούκισσα και τον δούκα της οι οποίοι έχοντας ήδη ακουστά τα κατορθώματα του Δον Κιχώτη και θέλοντας να γλεντήσουν με την παράδοξη τρέλα που τον δέρνει,δέχονται με ευχαρίστηση να τους φιλοξενήσουν στον πύργο τους.
Πρώτη φάρσα που σκαρώνει ο δούκας κι η δούκισσα είναι το να δώσουν δήθεν ένα νησί[στην πραγματικότητα χωριό]στον Σάντσο για να το κυβερνήσει.
Ετσι,όλως ''τυχαίως''[η υλική υπόσχεση του Κιχώτη προς τον προκεντρισμένο Σάντσο για να τον ακολουθήσει και ν'αντέξει τις ταλαιπωρίες της περιπλάνησης,ήταν ένα νησί]ο ιπποκόμος του Κιχώτη θα βιώσει κι αυτός τα επίχειρα των ψευδαισθήσεων που του γεννούν οι επιθυμίες του.
Μετά από μια ακόμη φάρσα του δούκα που στέλνει ''στρατό'' στο ''νησί'' όπου εγκατέστησε τον Σάντσο,ο Σάντσο λόγω τρομάρας ''παραιτείται'' απ'το κυβερνητιλίκι καθώς διαπιστώνει ότι δεν είναι πλασμένος για κυβερνητικές έγνοιες,αλλά του είναι ταιριαστό αυτό που πριν έκανε:να κλαδεύει αμπέλια.
Κάλλιο το δρεπάνι του κλαδέματος παρά το βασιλικό σκήπτρο,ομολογεί ο Σάντσο,προοικονομώντας την κατάληξη και του αφέντη του...

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ
Μετά την ''αποκαθήλωση'' του Σάντσο απ'το θρόνο της εξουσίας,οι δύο ήρωες μας συνέχισαν τη περιπλάνηση τους φτάνοντας στη Βαρκελώνη όπου και τους καλοδέχτηκαν ο βασιλιάς κι ο αντιβασιλιάς της,οι οποίοι πολύ διασκεδάζαν με την τρέλα που τους έδερνε.
Εκεί,λοιπόν,επισκέπτεται για δεύτερη φορά τον Κιχώτη μεταμφιεσμένος σε ιππότη ένας συγχωριανός του που τον προκαλεί ν'αναμετρηθούν με έπαθλο,σε περίπτωση νίκης του κατά του Κιχώτη,την απόσυρση για ένα χρόνο του Δον Κιχώτη στα πάτρια του εδάφη,αλλά και την παραδοχή του ότι η Δουλτσινέα του δεν είναι πιο όμορφη απ'την κυρά του μεταμφιεσμένου ιππότη της λευκής σελήνης.
Η μονομαχία διεξάγεται κι ο Δον Κιχώτης ηττάται:
Ζαλισμένος,τσακισμένος από το πέσιμο του,ο Δον Κιχώτης αποκρίθηκε δίχως να σηκώσει τη μάσκα του με φωνή παραπονεμένη,σαν να έβγαινε απ'τον τάφο:
Η Δουλτσινέα του Τομπόζο είναι η πιο όμορφη γυναίκα μες στον κόσμο κι εγώ ο πιο δυστυχισμένος ιππότης της γης.Δεν πρέπει,επειδή έγινα έτσι ανήμπορος να την υπερασπίσω,να βγάλω ψεύτρα τούτη την αλήθεια.Μπήξε,ιππότη,μπήξε το κοντάρι σου,παρ'τη ζωή μου,αφού μου πήρες τη τιμή.
Αφού ο ιππότης της λευκής σελήνης του πήρε τη τιμή και του αμαύρωσε τη φήμη και την υπόληψη νικώντας τον,τι να την κάνει την ζωή;Μπήξε το κοντάρι σου,εκλιπαρεί τον νικητή του,για να γίνει συντρίμμια μια κι έξω κι όχι ένα ερείπιο στο πέρασμα του χρόνου.Και μιας κι η ιπποτική υπόληψη του είναι το παν,δεν έχει κανένα δισταγμό ν'αθετήσει την συμφωνία που έκανε με τον μεταμφιεσμένο συγχωριανό του ιππότη[που έχει εμφανιστεί ενώπιον του Κιχώτη με αποστολή να τον φέρει στα συγκαλά του και να γυρίσει πίσω στο χωριό του] ,μη παραδεχόμενος πως η Δουλτσινέα δεν είναι η πιο όμορφη-δεν υπερασπίζεται καμιά ''αλήθεια'',απλά σαν ηττημένος πλέον ιππότης είναι ο πιο δυστυχισμένος κι αφού η ζωή δεν σηκώνει άλλο την πίκρα του,ο ήρωας μας δεν χάνει την ευκαιρία να συνεχίσει να ισχυρίζεται παρηγορητικά ότι το κίνητρο της ομορφιάς της Δουλτσινέας από μόνο του άξιζε όλες τις ιπποτικές ταλαιπωρίες που του επέφερε η περιπλανώμενη τρέλα του.
Βρισκόμενος στο έλεος του νικητή ιππότη της λευκής σελήνης,ο νικημένος Δον Κιχώτης έχει χάσει ήδη με την ήττα του την ατρόμητη ιπποτική του φήμη-γιατί να χάσει και την καλή φήμη που του έδινε η ταύτιση του με την ασύγκριτη ομορφιά της Δουλτσινέας;
 Ο ιππότης της λευκής σελήνης δεν έχει λόγο να δυσαρεστήσει τον Κιχώτη και απαιτεί,σαν νικητής,τον βασικό σκοπό για τον οποίο μεταμφιέστηκε:Την επιστροφή του Κιχώτη στο χωριό του-έτσι,και οι δυο κάνουν τη δουλειά τους:Ο ιππότης της λευκής σελήνης φέρνει πίσω στο χωριό τον Κιχώτη,κι ο Κιχώτης μπορεί να παραμυθιάζει και να παραμυθιάζεται κι ο ίδιος ότι,σαν τίμιος κι αληθινός ιππότης,δεν πρόδωσε και δεν ζημίωσε την καλή του Δουλτσινέα,έτοιμος ακόμη και να ''θυσιαστεί ανιδιοτελώς'' γι'αυτήν,ζητώντας απ΄τον ιππότη της λευκής σελήνης να του πάρει την ζωή αλλά όχι και την φήμη της ομορφιάς της καλής του[μια επωφελής φήμη που και πάλι σε αυτόν θα επέστρεφε].
Και τι επέστρεφε τελικά αυτός στους άλλους και,ειδικότερα,στους μεγαλόσχημους της εξουσίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την αδικία που κυνηγούσε σε τούτο τον κόσμο;
Αφθονο γέλιο και διασκέδαση,όπως ομολογεί ο δούκας Δον Αντόνιο τη στιγμή που ο ''ιππότης'' της λευκής σελήνης του αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και τον σκοπό αυτής της μεταμφιεστικής αποστολής του:Ο Θεός να σε συγχωρέσει για το κακό που έκανες σε όλο τον κόσμο,θέλοντας να ξαναφέρεις στα λογικά του τον πιο διασκεδαστικό τρελό που έχει.Θα έκανα την προσευχή μου να μη γιατρευότανε ποτέ ο Δον Κιχώτης.Γιατί με τη γειατρειά του δε θα χάσουμε μόνο τις δικές του χαριτωμένες τρέλες,μα και τις τρέλες του Σάντσο Πάντσα που κι η παραμικρή τους είναι ικανή να κάνει χαρούμενη ακόμα και την ζωντανή μελαγχολία.
Λίγο περίεργο μοιάζει να μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι η αφέλεια του Κιχώτη με την ''πιστή ακολουθία'' του ιπποκόμου του Σάντσο.Κι όμως,αφελής δεν ήταν μόνο ο Δον Κιχώτης αλλά σε ένα βαθμό και ο Σάντσο:Ναι μεν ο Σάντσο αντιλαμβάνεται την ελαφρότητα του κυρίου του,όμως η επιθυμία του να γίνει κάπου κυβερνήτης τον τροφοδοτεί με ανοχή έναντι αυτής της ελαφρότητας,αλλά και στον ίδιο η έννοια του ατομικού υλιστικού συμφέροντος είναι η άλλη όψη του νομίσματος της αφέλειας των ιπποτικών ''ιδανικών'' του Κιχώτη.
Λίγες ώρες προτού οι δυο ήρωες μας ξεκινήσουν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για τον τόπο τους,ο Σάντσο,στη προσπάθεια του να παρηγορήσει τον Κιχώτη για τα καθέκαστα και την ήττα του απ'τον ιππότη της λευκής σελήνης που τον αναγκάζει να παρατήσει την περιοδεία του για ''απόδοση δικαιοσύνης'' με τα δικά του αυτοδίκαια μέσα,του τονίζει ότι τη μεγαλύτερη χασούρα απ'ότι συνέβη,αλλά κι απ'ότι,παρότι το φαντάστηκαν και το επιδίωξαν,δεν υπήρξε ποτέ,την έχει ο ίδιος.Και γιατί;Διότι:
-Αν το καλοεξετάσεις,εγώ έχω τη πολλή χασούρα κι ας κακόπαθες πιο πολύ εσύ.Εγώ,που παράτησα την κυβέρνηση και τη λαχτάρα για κυβερνητιλίκι,μα όχι και την ελπίδα να γίνω κόμητας,και τούτη μου η λαχτάρα δεν θα ικανοποιηθεί ποτέ,αφού εσύ δεν θέλεις να γίνεις βασιλιάς,παρατώντας την ιπποσύνη σου.
-Σώπαινε,Σάντσο!Δεν καταλαβαίνεις πως το αποτράβηγμα μου και το κλείσιμο μου μονάχα ένα χρόνο πρέπει να κρατήσουνε;Οταν περάσει τούτος ο καιρός,θ'αρχίσω πάλι την τίμια δουλειά μου,κι ούτε τα βασίλεια θα μου λείψουνε να τα κατακτήσω ούτε κι οι κομητείες να σου κάνω δώρο.
-Απ'το στόμα σου και στου Θεού το αυτί!Γιατί πάντα άκουγα να λένε πως μια καλή ελπίδα αξίζει πιο πολύ από ένα κακό απόκτημα.
Η ελπίδα μπορεί να διαψεύδεται απ'την βίωση της στη πραγματικότητα,αλλά γι'αυτό φταίει η...κακή στιγμή της πραγματικότητας-κάπου αλλού ο Σάντσο ίσως κάνει για κυβερνήτης

ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ ΠΑΛΙΩΣΕ ΠΟΛΥ,ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΓΙΑ ΦΛΟΓΕΡΑ
Οι δυο ήρωες μας επιστρέφουν στο χωριό τους και μετά από λίγο καιρό ο Κιχώτης αρρωσταίνει βαριά,μη αντέχοντας τη λύπη και την μεγάλη στεναχώρια.Ακούγοντας τον γιατρό να προτρέπει τους οικείους του να φροντίσουν για τη σωτηρία της ψυχής του,αφού η σωτηρία του κορμιού του κινδύνευε,έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο και την υστεροφημία του:
Η κρίση μου είναι τώρα καθαρή και λευτερωμένη απ'τα σκοτάδια όπου με είχανε ρίξει τα σιχαμερά βιβλία της ιπποσύνης που διάβαζα συνέχεια.Ξέρω καλά τώρα τι παραλογισμούς και τι απατηλές εικόνες κρύβουν.
Και το μόνο που με πικραίνει είναι που ήρθε τούτη η ανακάλυψη πολύ αργά και δε μου αφήνει καιρό να διορθώσω το κακό.
Θα ήθελα ν'αντικρίσω τον θάνατο έτσι που να καταλάβει ο κόσμος πως η ζωή μου δε στάθηκε τόσο κακή που ν'αφήσω ξοπίσω μου όνομα τρελού.Γιατί,μόλο που στάθηκα τέτοιος,δε θέλω ν'αποδείξω πως ήταν αλήθεια με το θάνατο μου.
...Τώρα,όλες οι ιστορίες για την περιπλανώμενη ιπποσύνη μου φαίνονται σιχαμερές.Γνωρίζω τώρα την τρέλα μου και τον κίνδυνο που πέρασα διαβάζοντας τες.Τώρα,με του Θεού τη χάρη,έβγαλα διδάγματα απ'την ίδια μου την ολόπικρη πείρα και τις μισώ.

Απ'την ''απολογία'' του Κιχώτη δεν ήταν δυνατόν να λείψει κάποια αναφορά στον ιπποκόμο του με τον οποίο έζησαν μαζί αυτή τη περιπλάνηση:να με συμπαθάς,φίλε μου,που έγινα αιτία να φανείς τρελός σαν εμένα και να πέσεις στο ίδιο σφάλμα που έπεσα κι εγώ,πιστεύοντας πως υπήρχανε κι ακόμα υπάρχουνε περιπλανώμενοι ιππότες στον κόσμο.
Ο Σάντσο,κι όποιος άλλος θα ήταν στη θέση του,πρέπει να πει κάτι παρηγορητικό για τη περίσταση,όμως αυτό που θα πει δεν είναι και τόσο μακριά απ'τις πρότερες πλάνες του Κιχώτη,καθότι,παίρνοντας ως άμεσο βιωμένο παράδειγμα την δική του περίπτωση όπου κυβέρνησε ένα ''νησί''[μετά τη φάρσα που του σκάρωσε ο δούκας κι η δούκισσα]με μέτρια αποτελέσματα,δεν εγκατέλειψε την ελπίδα να γίνει κάπου,κάπως,κάποτε κυβερνήτης κάπου αλλού[έστω κι εκμεταλλευόμενος την αφέλεια του περιπλανώμενου ιπποτισμού του αφεντικού του],εφόσον εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει στον εαυτό του την πλάνη να πιστεύει ότι έχει τα εφόδια για ν'ασκήσει εξουσία πάνω στις ζωές άλλων ανθρώπων:Αν λυπάσαι που νικήθηκες και πεθαίνεις,ρίξε το σε μένα το φταίξιμο,πες πως έπεσες γιατί δεν έσφιξα καλά τη ζώνη του Ροσινάντε.Θα το έχει δει η ευγένεια σου μες στα βιβλία της ιπποσύνης πως είναι συνηθισμένο πράγμα να ρίχνει ο ένας ιππότης τον άλλο απ'το άλογο,κι ένας που νικήθηκε σήμερα μπορεί να βγει νικητής την άλλη μέρα.
Μες στην επιθυμία του να παρηγορήσει τον κύριο του ο Σάντσο μοιάζει να μην μπορεί ν'αντιληφθεί ότι ο Κιχώτης ήδη βγήκε νικητής[αφού ήρθε στα συγκαλά του]εκεί όπου ήταν για καιρό ήδη χαμένος και,μάλιστα,μοιάζει να μην μπορεί ν'αναγνωρίσει ο Σάντσο ότι αυτό το ''αθώο ψέμα'' που πρότεινε στον κύριο του να υιοθετήσει ώστε ν'απαλύνει την θλίψη του δεν είναι διά πάσαν νόσο, και,μάλιστα ίσως να είναι μια μερική αντανάκλαση και των δικών του ψευδαισθήσεων-διότι,αν δεν ταιριάζανε κάπως δεν θα συμπεθεριάζανε και στη ταλαιπωρία των περιπλανήσεων με βάρκα την ελπίδα.
Τέτοιο τέλος είχε ο μεγαλοφάνταστος ιδαλγός από τη Μάντσα.
Να τι επίγραμμα χάραξε πάνω στη πλάκα του τάφου του ο Σαμψών Καράσκο[ο μεταμφιεσμένος σε ιππότη της λευκής σελήνης]:

Διαβάτη,εδώ κοιμάται ήρωας ιδαλγός 
και τόσο τρανή φαντάζει πια η παλικαριά του,
που όταν ο θάνατος τον πήρε στα φτερά του,
δεν πέθανε ο Κιχώτης,νικήθηκε αυτός.

Ολον αψήφησε τον κόσμο πάντα αλύγιστος
σκιάχτρο για γέλια με το ιερό του μένος,
στάθηκε καλότυχος να ζήσει σαν τρελός
και να πεθάνει τόσο γνωστικός στο τέλος.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου