Την καλύτερη εισαγωγή στο θέμα των γηρατειών αποτελούν δύο σελίδες από την «Πολιτεία» του Πλάτωνος. Αφηγητής στο κείμενο είναι ο ίδιος, ο πλατωνικός Σωκράτης. Εκείνος διηγείται πως με μια καλή συντροφιά κατέβηκε στον Πειραιά την ημέρα της εορτής των Βενδιδείων (πρόκειται για τη λατρεία μιας θρακικής θεότητας που την είχαν εισαγάγει στον Πειραιά Θράκες πάροικοι). Αφού είδαν την πομπή ξεκίνησαν να ανηφορίζουν προς τας Αθήνας.
Στο δρόμο έστειλε και τους φώναξε με το δούλο του ο Πολέμαρχος, ο αδελφός του ρήτορα Λυσία. Και οι δύο ήταν παιδιά του ρήτορα Κέφαλου που είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά κατά προτροπή του φίλου του Περικλή και είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία.
«Σωκράτη» του είπε ο Πολέμαρχος όταν τους πλησίασε « μείνετε σας παρακαλώ απόψε μαζί μας. Η εορτή δεν τελείωσε. Θα γίνει και λαμπαδηδρομία. Έτσι θα έχομε την ευκαιρία να πάμε στο σπίτι και να κουβεντιάσομε. Σε βλέπω τόσο σπάνια τώρα τελευταία…» Ο Σωκράτης δέχεται και πηγαίνουν όλοι μαζί στο σπίτι του Πολέμαρχου. Μπήκαν, λέει στην αυλή και είδαν τον πατέρα του τον Κέφαλο, πρεσβύτη προχωρημένης ηλικίας να κάθεται στεφανωμένος επί «δίφρου» (δηλαδή σε σκαμνί χωρίς στηρίγματα ούτε για τη ράχη ούτε για τα χέρια) επάνω σε προσκέφαλο. Ο γέροντας είχε κάνει εκείνη την ώρα θυσίες στους Εφέσιους θεούς. Μόλις είδε το Σωκράτη, χάρηκε ο Κέφαλος και ύστερα’ από τις τυπικές φιλοφρονήσεις, αρχίζει μια χαριτωμένη συζήτηση μαζί του. Είναι το προοίμιο του πρώτου βιβλίου της «Πολιτείας». Σ’ αυτήν ακριβώς τη συζήτηση έρχεται το θέμα των γηρατειών με μια μισοαστεία-μισοσοβαρή ερώτηση του Σωκράτη (που τότε δεν ήταν ηλικιωμένος).
Σωκράτης: Και τώρα θα μου έκανες μεγάλη ευχαρίστηση (Κέφαλε) να μου μάθεις αφού δα βρίσκεσαι σ’ αυτό το σημείο της ηλικίας που κατώφλι του γήρατος το ονομάζουν οι ποιηταί (Όμηρος) αν είναι δύσκολη αυτή η περίοδος της ζωής- ή πως εσύ την κηρύττεις;»
Κέφαλος: «Εγώ θα σου πω την πάσαν αλήθεια, Σωκράτη, πως μου φαίνεται αυτό που με ρωτάς. Γιατί πολλές φορές τυχαίνει να μαζευόμαστε πολλοί που έχομε την ίδια ηλικία, καθώς που το λέει και η παλιά παροιμία, όμοιος τον όμοιο. Οι περισσότεροι λοιπόν από μας δεν κάνουν άλλο παρά να θρηνολογούν, γιατί θυμούνται και λαχταρούν τις ηδονές της νεότητας, για τον έρωτα, τα συμπόσια και τις διασκεδάσεις και τα άλλα τα ανάλογα, και αγανακτούν, σα να έχουν στερηθεί μεγάλα και σπουδαία πράγματα και σα να ήταν τότε τόσο αληθινά ευτυχισμένη η ζωή τους, ενώ τώρα ούτε ζωή αξίζει να την ονομάζει κανείς. Μερικοί μάλιστα οδύρονται και για τους εξευτελισμούς και τις προσβολές που δοκιμάζουν τα γηρατειά από μέρος των δικών τους και πάνω σ’ όλ’ αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμο των γηρατειών για όσα κακά τους είναι η αιτία.
Εμένα όμως, Σωκράτη, μου φαίνεται πως δεν είναι αυτή η αληθινή αιτία που κατηγορούν, γιατί αν πραγματικώς ήταν αυτό το αίτιο, θα είχε και για μένα βέβαια τα ίδια κακά αποτελέσματα και για όλους τους άλλους που έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία. Κι’ όμως έχω συναντήσει ως τώρα ανθρώπους που σκέπτονται διαφορετικά και άλλους και μάλιστα τον ποιητή το Σοφοκλή. Ήμουν παρών κάποτε που τον ρωτούσε κάποιος, αν ήταν ακόμα ικανός ν'απολαμβάνει τις ερωτικές ηδονές: «Δάγκασε τη γλώσσα σου, άνθρωπε του αποκρίθηκε. Με τη μεγαλύτερη μου ευχαρίστηση γλύτωσα απ’ αυτό το πράγμα σα να λευτερώθηκα από τύραννο λυσσασμένο και άγριο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου